- δημιουργώ
- (-έω) (ΑΝ) [δημιουργός]1. κάνω, κατασκευάζω, παράγω κάτι (α. «ἡ φύσις οὐδὲν δημιουργεῑ μάτην», Αριστοτ.β. «δημιούργησε έξοχα έργα»2. (για τη θεία δύναμη) φέρνω σε ύπαρξη, πλάθω εκ τού μηδενόςνεοελλ.1. γίνομαι αίτιος, προκαλώ κάτι («η γλώσσα του δημιούργησε όλη αυτή τη χασμωδία»)2. επινοώ, μηχανεύομαι, σκαρώνω3. (για καλλιτέχνες) εκτελώ έργα πρωτότυπα («δημιούργησε έργο καθαρής φαντασίας»)4. παθ. δημιουργούμαιδιαπλάθομαι, διαμορφώνομαιαρχ.1. είμαι δημιουργός*, ασκώ βιοτεχνικό επάγγελμα («πολλών οἰκετῶν ἐπιμελούμενος ἑαυτῷ δημιουργούντων»)2. έχω το αξίωμα τού δημιουργού*3. γεν. έχω κάποια πολιτική αρχή4. (με αιτ.) διοικώ, διευθύνω(«δημιουργεόντων τὰ ἱερά», επιγρ.)5. διαπλάθω, ασκώ, διαμορφώνω («εἰς ἀρετήν... πλάττοντι και δημιουργοῡντι τον υἱόν»)6. τα δημιουργούμενατα προϊόντα τών τεχνών.
Dictionary of Greek. 2013.